πλουσιακός

πλουσιακός
πλουσιακός, ή, όν,
A peculiar to a rich man,

κακόν Alex.264.5

;

δρᾶμα Plu.2.528b

;

ἡ π. διαγωγή M.Ant.1.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλουσιακός — ή, όν, Α [πλούσιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλούσιο, που είναι χαρακτηριστικός τού πλούσιου ανθρώπου …   Dictionary of Greek

  • πλουσιακόν — πλουσιακός peculiar to a rich man masc acc sg πλουσιακός peculiar to a rich man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιακῆς — πλουσιακός peculiar to a rich man fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”